-
1 λεβητοστάσιο(ν)
το котельная, котельное отделение, кочегарка -
2 λεβητοστάσιο(ν)
το котельная, котельное отделение, кочегарка -
3 λεβητοστάσιο
chaufferie -
4 chaufferie
λεβητοστάσιο -
5 котельная
-
6 котельная
(помещение) το λεβητοστάσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > котельная
-
7 кочегар
ο θερμαστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кочегар
-
8 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
9 котельная
котельнаяж τό λεβητοστάσιο[ν]. -
10 кочегарка
кочегар||ка"« τό λεβητοστάσιο. -
11 котельная
[κατιέλ'ναγια] ουσ. Θ. λεβητοστάσιο -
12 кочегарка
[κατσιγκάρκα] ουσ. θ. λεβητοστάσιο -
13 котельная
[κατιέλ'ναγια] ουσ θ λεβητοστάσιο -
14 кочегарка
[κατσιγκάρκα] ουσ θ λεβητοστάσιο -
15 котельный
επ.του λέβητα•котельный цех τμήμα κατασκευής λεβήτων.
ουσ. -ая λεβητοστάσιο.
См. также в других словарях:
λεβητοστάσιο — το ο χώρος ενός κτιρίου ή πλοίου όπου υπάρχουν οι ατμολέβητες: Το λεβητοστάσιο του εργοστασίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεβητοστάσιο — το χώρος εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, ητος + στάσιο (< στάτης < θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. αμαξο στάσιο, κλιμακο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοστάσιον, μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek